- γαργαλίζουσα
- γαργαλίζωticklepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαργαλιζούσας — γαργαλιζούσᾱς , γαργαλίζω tickle pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) γαργαλιζούσᾱς , γαργαλίζω tickle pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek